This site is for archive purposes. Please visit www.eliamep.gr for latest updates
Go to Top

Η Σύνοδος Κορυφής επικυρώνει το αναπτυξιακό πακέτο επενδύσεων

Η Σύνοδος Κορυφής επικυρώνει το αναπτυξιακό πακέτο επενδύσεων

Το πράσινο φως των «28» Ευρωπαίων αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων πήρε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής τη χρονιάς (18 Δεκεμβρίου) το επενδυτικό σχέδιο του νέου προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ.

Το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ» βασίζεται σε μια πρόταση για την κινητοποίηση 315 δισ. ευρώ δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, οι οποίες στόχο έχουν να τονώσουν την ανάπτυξη και την αγορά εργάσιας στην Ευρώπη σε έναν χρονικό ορίζοντα τριών ετών (2015-2017).

Συγκεκριμένα, ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) θα συγκροτηθεί σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), το οποίο θα στηρίζεται σε μια εγγύηση 16 δισ. ευρώ από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και ποσό 5 δισ. ευρώ που θα δεσμευθεί να διαθέσει η ΕΤΕπ. Το αρχικό αυτό κεφάλαιο ύψους 21 δισ. υπολογίζεται πως θα προσελκύσει το δεκαπενταπλάσιο μέγεθος επενδύσεων, ήτοι 315 δισ.

Η Σύνοδος Κορυφής της 18ης Δεκεμβρίου, παρά τη γενικότερη έγκριση που παρείχε στο πακέτο, απέφυγε να αντιμετωπίσει επί της ουσίας τα βασικά αγκάθια που συνοδεύουν την «αναπτυξιακή» αυτή πρόταση και που προκαλούν διάσταση απόψεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη.

Η βασική αρχή που διέπει το εν λόγω σχέδιο είναι ο περιορισμός του δημοσίου τομέα στην παροχή εγγυήσεων και όχι στην ουσιαστική συμμετοχή του μ’ ένα γενναιόδωρο ποσό δημοσίων πόρων. Τα κράτη-μέλη του «πλούσιου» βορρά δεν έχουν δείξει μέχρι στιγμής διάθεση να συνδράμουν ουσιαστικά στο Ταμείο, παραμένοντας πιστά στο δόγμα της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η πρόκληση -που οι επικριτές της πρότασης αναδεικνύουν ως τη βασική αχίλλειο πτέρνα του σχεδίου- η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε οι συνεισφορές των κρατών-μελών στο Ταμείο να μην προσμετρώνται στο δημόσιο χρέος τους, ανοίγοντας ένα παράθυρο ευελιξίας σε σχέση με τους αυστηρούς κανόνες του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Την πρόταση αυτή χαιρέτισαν οι χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα χρέους και ελλειμμάτων (όπως είναι η Γαλλία και η Ιταλία), αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι το κείμενο συμπερασμάτων της Συνόδου περιορίζεται στο να «σημειώσει» την «ευνοϊκή θέση της Επιτροπής όσον αφορά τέτοιου είδους εισφορές κεφαλαίου στο πλαίσιο της αξιολόγησης των δημόσιων οικονομικών δυνάμει του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οπωσδήποτε σύμφωνα με την ευελιξία που υπάρχει στους ισχύοντες κανόνες του».

Ένα ακόμη ζήτημα που προκαλεί «έριδες» μεταξύ του «πλούσιου» Βορρά και του δοκιμαζόμενου Νότου -το οποίο απέφυγε να θέσει επί της ουσίας η τελευταία Σύνοδος- είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων θα επιλέγονται τα έργα προς χρηματοδότηση. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, διευκρίνισε ότι δεν επιθυμεί την εμπλοκή της πολιτικής στη διαδικασία επιλογής. «Τα κριτήρια θα πρέπει να είναι επιχειρηματικά», ξεκαθάρισε.

Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα, τον Ιανουάριο του 2015 η Επιτροπή θα υποβάλει σχετική πρόταση νόμου, την οποία οι νομοθέτες της Ένωσης καλούνται να εγκρίνουν το αργότερο έως τον Ιούνιο, ώστε οι νέες επενδύσεις να μπορέσουν να δρομολογηθούν ήδη από τα μέσα του 2015.

Αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατή μια τέτοια «fast-track» διαδικασία εξέφρασε ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς.

Ελληνική Κυβέρνηση: «Η ανάπτυξη περνά σε πρωταγωνιστικό ρόλο»

«Πολύ σημαντική για την Ελλάδα» χαρακτήρισε τη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, προσδιορίζοντας το σχέδιο Γιούνκερ ως «ένα φιλόδοξο και άμεσα υλοποιήσιμο αναπτυξιακό πακέτο» και αναγνωρίζοντας έναν «πολιτικό συμβολισμό» στην επικύρωσή του. «Η πρωτοβουλία αυτή δείχνει μια στροφή της Ευρώπης σε μια περίοδο ύφεσης προς την ανάπτυξη. Σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα περίοδο για την ΕΕ, όπου η ανάπτυξη παίρνει πρωταγωνιστικό ρόλο», επεσήμανε.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε πως στο τρίπτυχο δημοσιονομική προσαρμογή – διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – επενδύσεις, ο τρίτος άξονας είναι απαραίτητος έτσι ώστε να μπορέσει η Ευρώπη να είναι ανταγωνιστική στο μέλλον.

«Επιπλεόν, αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί την προστιθέμενη αξία του ιδιωτικού τομέα» είπε, υποστηριζόντας πως «ο ιδιωτικός τομέας προσκαλείται επίσημα να συμμετέχει με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σε τομείς όπου παλαιότερα δεν θα τολμούσε να επενδύσει».

Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, στόχος είναι, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, ο εντοπισμός ώριμων μεγάλων έργων, δημόσιων και ιδιωτικών. «Η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες τρεις χώρες που έστειλε λίστα με τέτοια έργα. Είναι σημαντικό ότι τα χρήματα δεν θα προέλθουν από τα διαρθρωτικά ταμεία ή το ταμείο συνοχής», σημείωσε, επισημαίνοντας την ανάγκη να κατανεμηθούν οι επενδύσεις με «δικαιοσύνη».

«Κανένας δεν θέλει η Ελλάδα να βγει από το ευρώ»

Η Ελλάδα επισήμως ήταν εκτός της ατζέντας της Συνόδου Κορυφής, ωστόσο οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας απασχόλησαν τους Ευρωπαίους ηγέτες. «Όλοι ενδιαφέρονται για την Ελλάδα» δήλωσε ο πρωθυπουργός, ενώ σχετικές ερωτήσεις απηύθυναν δημοσιογράφοι στην Γερμανίδα καγκελάριο και τον Γάλλο πρόεδρο. Ερωτηθείσα μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα, η Άνγκελα Μέρκελ εξέφρασε την ελπίδα να έχει «επιτυχή» έκβαση η προεδρική εκλογή και να παραμείνει η Ελλάδα στον δρόμο της σταθερότητας.

Ο Φρανσουά Ολάντ, απαντώντας σε παρόμοια ερώτηση, είπε: «Δεν είμαι εγώ αυτός που θα αποφασίσει στη θέση του ελληνικού κοινοβουλίου και του ελληνικού λαού», προσθέτοντας ότι ο ελληνικός λαός θα πρέπει να αποφασίσει με ποιά κυβέρνηση και με ποιόν πρωθυπουργό θα συνεχίσει.

Επιπλέον, ο Ολάντ ανέφερε ότι παρόλο που υπάρχει σήμερα πολιτική αβεβαιότητα στην Ελλάδα, δεν συγκρίνεται με την κατάσταση που επικρατούσε το 2012, καθώς «έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος από τότε». «Πριν απο 2,5 χρόνια υπήρχαν ορισμένοι που διερωτούνταν κατά πόσο η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, σήμερα κανείς δεν θέτει πλέον αυτό το ζήτημα. Κανένας δεν θέλει η Ελλάδα να βγει από το ευρώ», υπογράμμισε ο Γάλλος πρόεδρος, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι «δεν υπάρχει κίνδυνος να υπάρξουν εκ νέου επιπλοκές με την Ελλάδα».

Αναφερόμενος στη δίμηνη παράταση που έλαβε η Ελλάδα, επεσήμανε ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η Καγκελάριος Μέρκελ, θεωρούν ότι το ΔΝΤ και η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να θέτουν εμπόδια στην Ελλάδα, ούτως ώστε οι Έλληνες να συνεχίσουν να έχουν ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο, επιμένοντας ωστόσο ότι η ΕΕ αναμένει από την Ελλάδα να συνεχίσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.