Παρά το γεγονός ότι η συμφωνία του Eurogroup της 25ης Μαρτίου απέτρεψε την άμεση και άτακτη χρεοκοπία της Κύπρου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι πολύ δύσκολοι για τους πολίτες της. Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε μετά το πέρας της δραματικής συνεδρίασης των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης, τα ξημερώματα της Δευτέρας, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Όλι Ρεν, παρομοίασε εμμέσως την κατάσταση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Κύπριοι με την εισβολή του 1974: «Στο σημείο που είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν υπήρχαν βέλτιστες λύσεις για την Κύπρο, μόνο σκληρές επιλογές. Το άμεσο μέλλον θα είναι πολύ δύσκολο για τη χώρα και το λαό της. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αμβλύνουμε τις κοινωνικές συνέπειες, ιδιαίτερα για τους πλέον αδύναμους πολίτες της. Έχουν περάσει και άλλες πολύ σκοτεινές εποχές οι Κύπριοι – και ξέρετε τι εννοώ – και ξεπέρασαν τις δυσκολίες. Είμαι σίγουρος ότι θα τις ξεπεράσουν και πάλι», τόνισε ο κ. Ρεν.
Η συμφωνία υπαγωγής της Κύπρου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας προβλέπει ότι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας – η Λαϊκή – θα τεθεί άμεσα σε καθεστώς χρεοκοπίας. Πέραν των απωλειών θέσεων εργασίας που θα επιφέρει – αργά ή γρήγορα – η συγκεκριμένη εξέλιξη, συνεπάγεται επίσης και ότι όλες οι καταθέσεις, φυσικών ή νομικών προσώπων, πάνω από 100.000 ευρώ ουσιαστικά εξαϋλώνονται. Θα χρειαστούν ίσως χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκκαθάρισης και να επιστραφεί κάποια αποζημίωση στους καταθέτες, η οποία σε κάθε περίπτωση θα είναι πολύ μικρότερη από τα απολεσθέντα κεφάλαια.
Βαριές απώλειες θα υποστούν και οι πελάτες της Τράπεζας Κύπρου με καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Μάλιστα, η απόφαση προβλέπει ότι, για κάποιο χρονικό διάστημα τουλάχιστον, οι ανασφάλιστες καταθέσεις στη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας θα παραμείνουν παγωμένες, έως ότου αποσαφηνιστεί πόσο μεγάλο θα χρειαστεί να είναι το «κούρεμά» που θα υποστούν, ώστε να διαμορφωθεί η κεφαλαιακή επάρκεια της Τράπεζας στο 9%. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξη τύπου ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντεϊσελμπλουμ, ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 25% του Κυπριακού ΑΕΠ εξαφανίζεται, λόγω της κατάρρευσης της Λαϊκής. Ένα ακόμη απροσδιόριστο ποσό από τις ανασφαλιστές καταθέσεις της Κύπρου παγώνει. Οι παραπάνω εξελίξεις, σε συνδυασμό με την επιβολή περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων για επίσης άγνωστο χρονικό διάστημα, εγείρουν αμφιβολίες για το κατά πόσον θα μπορεί να λειτουργήσει η οικονομία του νησιού από τις 26 Μαρτίου.
Η πρωτοφανής σε έκταση καταστροφή κεφαλαίου, η απώλεια εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο αποτελούσε πυλώνα για την οικονομία της νήσου και βασική δεξαμενή θέσεων εργασίας, η αναπόφευκτη εκροή καταθέσεων και η αβεβαιότητα, είναι βέβαιο ότι θα εντείνουν την ύφεση στην Κύπρο πέρα και από τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις. Υπό αυτήν την έννοια, οι προβολές βιωσιμότητας του προσχεδίου Μνημονίου μεταξύ Τρόικας και Λευκωσίας θα πρέπει να θεωρούνται ήδη παρωχημένες και το πρόγραμμα βρίσκεται εκ των πραγμάτων εκτός τροχιάς. Με δεδομένο όμως ότι η Ευρωζώνη δεν είναι διατεθειμένη να παράσχει χρηματοδότηση μεγαλύτερη των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως κατέστη σαφές τα ξημερώματα της Δευτέρας, το μεγάλο ερώτημα είναι πως θα καλυφθεί το αναπόφευκτο χρηματοδοτικό κενό του Κυπριακού Προγράμματος, την ώρα που η οικονομία βυθίζεται και η ανεργία καλπάζει. Εξίσου αβέβαιο είναι αν θα επιβιώσει τελικά και η Τράπεζα Κύπρου, αφού πέραν των εκροών καταθέσεων που θα υποστεί, εξαναγκάζεται να αναλάβει και τις υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μέσω του ELA, ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Όπως δήλωσαν ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Νταϊσελμπλουμ και η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, ο σχεδιασμός της Τρόικας είναι να συνταχθεί νέα μελέτη βιωσιμότητας (Debt Sustainability Analysis), με στόχο το Κυπριακό χρέος να κυμανθεί περί το 100% του ΑΕΠ το 2020. Στη συνέχεια, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, θα ολοκληρωθεί η υποβολή Μνημονίου προς ψήφιση στα εθνικά κοινοβούλια της Ευρωζώνης και σύμφωνα με τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, η πρώτη δόση από το πρόγραμμα στήριξης θα καταβληθεί τον Μάιο. Όπως όμως εξηγήσαμε, οι άγνωστες μεταβλητές και η αβεβαιότητα, ενδεχομένως να τινάξουν τον υφιστάμενο σχεδιασμό στον αέρα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο ατυχής χειρισμός της κατάστασης από το Eurogroup και την Κυπριακή κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες κλόνισε και την εμπιστοσύνη των Κυπρίων πολιτών στην Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, όπως διεφάνη και από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών. Εξίσου κλονισμένη είναι και η εμπιστοσύνη πολιτών και αγορών στις ικανότητες διαχείρισης κρίσης της Ευρωζώνης. Αν οι – σημαντικές αναμφίβολα – δυσκολίες μίας τόσο μικρής οικονομίας δημιουργούν τόσο μεγάλο πρόβλημα, τότε τι θα πρέπει να περιμένουμε αν προκύψει μείζων κρίση στην Ιταλία ή την Ισπανία. Μάλιστα, η αρχική απόφαση του Eurogroup, με την οποία επιβλήθηκε εισφορά σε καταθέσεις μικρότερες των 100.000 ευρώ καθιστά σαφές ότι στην επόμενη μεγάλη κρίση, η Ευρωζώνη είναι διατεθειμένη να «διαβεί τον Ρουβίκωνα».
Τα μόνα ίσως θετικά στοιχεία σε μία κατά τ’ άλλα κακή συμφωνία είναι ότι τελικά οι καταθέτες υγιών τραπεζών της Κύπρου δεν υπέστησαν τελικά απώλειες, οι καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ παρέμειναν ανέπαφες και τηρήθηκε η ορθή σειρά στην επιβολή απωλειών μετά από τη χρεοκοπία της Λαϊκής τράπεζας (μέτοχοι, ομολογιούχοι, ανασφάλιστοι καταθέτες). Τέλος, αποφεύχθηκε η ολοκληρωτική κατάρρευση και η άμεση έξοδος της Κύπρου από την Ευρωζώνη, καθώς η ΕΚΤ είχε προειδοποιήσει ότι στις 26 Μαρτίου θα «έκλεινε την κάνουλα ρευστότητας» του ELA, αν δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ Τρόικας και Λευκωσίας. Παρά ταύτα, το μέλλον της Κυπριακής οικονομίας παραμένει αβέβαιο.
Θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα; Φυσικά, αν υπήρχε η απαραίτητη πολιτική βούληση. Πρώτα απ’ όλα, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να ζητηθεί από ένα μικρό κράτος να προκαταβάλλει εξαρχής το 30% του ΑΕΠ του σε μετρητά, εντός τριών ημερών. Τόσο εξωφρενική απαίτηση δεν έγινε σε κανένα άλλο κράτος που ετέθη σε καθεστώς διάσωσης, ενώ γελοιοποίησε παράλληλα και τη φίλο-Ευρωπαϊκή κυβέρνηση του νησιού ενώπιον του λαού της. Δεύτερον, δεν ήταν το δημόσιο χρέος της Κύπρου που ήταν μη-βιώσιμο, αλλά οι Κυπριακές τράπεζες. Και γι’ αυτό όμως υπήρχε λύση: μετά την επιβολή ζημιών στους μετόχους και τους κατόχους ομολόγων περιορισμένης ασφάλισης, και στην συνέχεια την επιβολή κουρέματος στους κατόχους υψηλής ασφάλισης ομολόγων, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα μπορούσε να έχει αναλάβει τη διαχείριση των Κυπριακών τραπεζών. Στη συνέχεια, θα μπορούσε να τις συρρικνώσει σταδιακά, εκδιώκοντας εφόσον το επιθυμούσε τους «Ρώσους ολιγάρχες με το μαύρο χρήμα» και να τις βάλει σε τροχιά εξυγίανσης. Η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να γίνει σταδιακά, ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στην Κύπρο για να βρει ένα εναλλακτικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα. Μολονότι η διαπίστωση του Βερολίνου ότι το βασισμένο στη χρηματοπιστωτική φούσκα μοντέλο της Κυπριακής οικονομίας δεν ήταν βιώσιμο ήταν ορθή, η διάλυση αυτού του μοντέλου σε διάστημα λίγων ημερών και χωρίς να έχει μπει σε τροχιά η δημιουργία ενός νέου, θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει. Θεωρητικά, αυτή η επιλογή ήταν εφικτή (είχε αποφασιστεί άλλωστε τον περασμένο Ιούνιο σε Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ), αλλά δεν υπάρχουν ακόμη οι νομικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή της, αφού έκτοτε η Γερμανία έχει αλλάξει τη στάση της. Η Κύπρος θα μπορούσε, σε αντάλλαγμα για αυτή τη ρύθμιση, να τιτλοποιήσει τα μελλοντικά έσοδα από τα αποθέματά της σε φυσικό αέριο και να τα προσφέρει ως εγγυήσεις, σε συνδυασμό με ένα αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πλέον, όμως η ζημιά έχει γίνει. Το ερώτημα είναι πως θα γίνει διαχείριση των επιπτώσεών της.