This site is for archive purposes. Please visit www.eliamep.gr for latest updates
Go to Top

Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού – Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές

Χατζηεμμανουήλ, Χ. (2014) “Η Τρόικα, η κυβέρνηση και η τέχνη τού εφικτού – Στόχοι, αναγκαιότητες και περιορισμοί της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές“, Foreign Affairs Hellenic Edition, 16 Μαΐου.

 

Η Ελλάδα φαίνεται να βγαίνει, επιτέλους, από την κρίση. Έτσι, τώρα μπορούν πια να αναλυθούν οι στόχοι, οι αναγκαιότητες και οι περιορισμοί τής ελληνικής διαπραγματευτικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές τής χώρας. Κεντρικός στόχος της ελληνικής κυβέρνησης, πάντως, εξακολουθεί να είναι η αποφυγή ενός νέου δανείου, ενός νέου «μνημονίου».

Η ολοκλήρωση των πολύμηνων διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με την Τρόικα επιτρέπει μια ακριβέστερη αποτίμηση της ελληνικής στρατηγικής. Μπορεί πλέον να κριθεί, σε ποιο βαθμό η ελληνική πλευρά κατόρθωσε να επιτύχει τους στόχους που έθεσε ή εξαναγκάσθηκε σε υποχωρήσεις. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να εξεταστούν οι ίδιοι οι στόχοι – με άλλα λόγια, το περιεχόμενο, οι λόγοι για τους οποίους επελέγησαν και η καταλληλότητά τους. Κι αυτή η ανάλυση δεν μπορεί να γίνει, χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ της εθνικής μακροοικονομικής στρατηγικής και των μεταβαλλόμενων εσωτερικών πολιτικο-οικονομικών αναγκαιοτήτων.

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΔΥΟ ΕΠΙΠΕΔΩΝ

Η στρατηγική τής ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με το Μνημόνιο και την Τρόικα αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση «παιγνίου δύο επιπέδων» κατά την κλασική πλέον θεωρία τού Robert D. Putman [1]. Σύμφωνα με τον Putnam, η μέσω διαπραγματεύσεων επίλυση των διεθνών προβλημάτων δεν εξαντλείται στο υπερεθνικό επίπεδο, όπου οι εκπρόσωποι των εμπλεκομένων κρατών (που κατά τα φαινόμενα αποτελούν ενιαία σύνολα, με σαφή αίσθηση των συμφερόντων τους) επιδιώκουν δια της συνδιαλλαγής να επιτύχουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τούς στόχους τους. Αντιθέτως, περιλαμβάνει και μια εσωτερική πολιτική πτυχή, η οποία επιδρά καθοριστικά ως προς το περιεχόμενο των στόχων που υιοθετεί η κάθε πλευρά και των «κόκκινων γραμμών» που χαράσσει. Οι διαπραγματεύσεις, με άλλα λόγια, διεξάγονται ταυτοχρόνως και παραλλήλως στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό του εθνικού πολιτικού συστήματος. Οι δε διαπραγματευτές υποχρεούνται εκ της πολιτικής πραγματικότητος να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο εντός των συνόρων τής χώρας ακροατήριό τους.

Ειδικότερα, οι εκπρόσωποι μιας χώρας στις διεθνείς διαπραγματεύσεις δεν παύουν ούτε στιγμή να είναι παίκτες στο εσωτερικό παιγνίδι εξουσίας και, συνεπώς, να λαμβάνουν σοβαρότατα υπ’ όψιν τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι διεθνείς επιλογές τους στην διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών. Αντιδρώντας στις εσωτερικές πιέσεις και τις διαφαινόμενες πολιτικές ευκαιρίες ή κινδύνους, λοιπόν, οι διαπραγματευτές φροντίζουν, όχι απλώς να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την χώρα τους εν γένει, αλλά και να διασφαλίσουν πολιτικό όφελος, ή πάντως να περιορίσουν το πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό ενσωματώνουν στην διαπραγματευτική τους στάση τις ανησυχίες των εσωτερικών ομάδων πίεσης, τις επιδιώξεις τής πολιτικής τους παράταξης και τις ανάγκες συντήρησης και, ει δυνατόν, διεύρυνσης των πολιτικών τους συμμαχιών. Κυρίως, προσδιορίζουν το περιεχόμενο των «κόκκινων γραμμών» τους με βάση τις εσωτερικές πολιτικές αναγκαιότητες. Ελάχιστοι διαπραγματευτές θα δεχθούν λύσεις που διακυβεύουν την πολιτική τους βιωσιμότητα. Αντιθέτως, στον διεθνή στίβο η εκάστοτε εθνική ηγεσία θα είναι σε θέση να προσυπογράψει κάποιο συμβιβαστικό πακέτο μόνον εφ’ όσον αυτό είναι «νικηφόρο» και από την εσωτερική σκοπιά – δηλαδή, μπορεί να γίνει αποδεκτό από εκείνες τις εγχώριες δυνάμεις που θα κληθούν να επικυρώσουν το αποτέλεσμα των εξωτερικών διαπραγματεύσεων ή, γενικότερα, να παράσχουν στήριξη στην κυβέρνηση.

Σχετικές αναρτήσεις: