Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας πριν την κρίση, οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο κατά τα χρόνια των Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής και ο βαθμός επιτυχίας των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο άξονας της Δημόσιας Συζήτησης που διοργάνωσε, σήμερα, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), με αφορμή την δημοσίευση της μελέτης: “Διαρθρωτικές Αλλαγές στο Πεδίο της Δημοσιονομικής Πολιτικής στα Χρόνια της Κρίσης: Θεσμικό Πλαίσιο και Οικονομικά Αποτελέσματα”, που υλοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Α.Γ.Λεβέντη.

Τα συμπεράσματα της μελέτης παρουσίασαν κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης με θέμα: “Εξυγιαίνοντας τα δημόσια οικονομικά: Δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στα χρόνια της κρίσης” η Μαριάνθη Αναστασάτου, Οικονομολόγος, Τράπεζα της Ελλάδος, και ο Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Καθηγητής Πάνος Τσακλόγλου, ενώ την ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακολούθησε με τη συμμετοχή του υφυπουργού Δημοσιονομικής Πολιτικής, Θεόδωρου Σκυλακάκη, του πρώην αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Γιώργου Χουλιαράκη και του πρώην Υπουργού Οικονομικών, Φίλιππου Σαχινίδη, συντόνισε ο Λουκάς Τσούκαλης, Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και Καθηγητής της Sciences Po, στο Παρίσι.

Η μελέτη εξετάζει λεπτομερώς τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις στα πεδία της Διαχείρισης των Δημόσιων Χρηματοοικονομικών, δηλαδή τη διαχείριση της κατάρτισης, έγκρισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού, καθώς και των δαπανών του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, δύο πεδίων, τα ελλείμματα των οποίων αφενός αποτέλεσαν την κυριότερη πηγή του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της Ελλάδας και αφετέρου απορροφούν σχεδόν το 75% των δημοσίων δαπανών.

Πιο συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται στη μελέτη, “η μη τήρηση των δημοσιονομικών στόχων ήταν κάτι σύνηθες στην Ελλάδα της προ κρίσης”, με το ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ να κινείται σταθερά πάνω από το 60% που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας, δε, “κατονομάζονται” ως αίτια  η προβληματική διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού, τα ασθενή έσοδα λόγω φοροδιαφυγής και στρεβλής φορολογικής πολιτικής, αλλά και το ύψος και η αναποτελεσματικότητα των δαπανών.

“Σε μεγάλο τμήμα του δημοσίου διαλόγου επικρατεί η άποψη ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της Ελλάδας προ της πρόσφατης κρίσης ταυτιζόταν με έλλειψη πολιτικής βούλησης. Αυτό όμως εξηγεί μέρος μόνο του προβλήματος. Στη μελέτη αυτή δείξαμε πως υπήρχαν σημαντικά προβλήματα στον κρατικό μηχανισμό και ελλείψεις των κατάλληλων εργαλείων και διαδικασιών στη διάθεση των ασκούντων τη δημοσιονομική πολιτική. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών απαιτούσε μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” ανέφερε η κα Αναστασάτου κατά την παρουσίαση της έρευνας.

Σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των θεσμικών αλλαγών κατά τη διάρκεια των Μνημονίων, η μελέτη εξετάζει τόσο τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τον προϋπολογισμό, όσο και εκείνες που αφορούν τις δαπάνες. Έχει ενδιαφέρον, δε, πως τόσο ως προς τις πρώτες όσο και ως προς τις δεύτερες διαπιστώνεται πως παρότι έγιναν θετικά βήματα, ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.

Φαίνεται να υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης ως προς τη διαφάνεια των διαδικασιών σύνταξης, παρακολούθησης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού ο οποίος παρά τις μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της κρίσης φαίνεται να δίνει περισσότερη έμφαση στις εισροές παρά στις εκροές δηλαδή στο παραγόμενο αποτέλεσμα” είπε ο κ. Τσακλόγλου αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό.

Παράλληλα, εστιάζοντας στις δαπάνες, οι συγγραφείς της μελέτης, εξέτασαν τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν με γνώμονα τον εξορθολογισμό, τον περιορισμό των δαπανών και την αύξηση των εσόδων, στο πεδίο των ανθρωπίνων πόρων, του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και της υγείας.

Όπως διαπιστώνεται, ωστόσο, παρά τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό “μεσοπρόθεσμα το πρόβλημα βιωσιμότητας του συστήματος παραμένει θέτοντας ζητήματα διαγενεακής ανισότητας, ενώ το δημοσιονομικό κενό του συστήματος παραμένει μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης”. Η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα, την οποία η κα Αναστασάτου μάλιστα χαρακτήρισε ως “δημοσιονομική βόμβα”, παραμένει μακράν η υψηλότερη στην ΕΕ, με τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.

Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι και τα συμπεράσματα που αφορούν τις δαπάνες για την υγεία, τομέας για τον οποίο, όπως τόνισε ο κ. Τσακλόγλου, οι παρεμβάσεις κινήθηκαν προς την κατεύθυνση ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας, με ενιαίους κανόνες, όμως “το σύστημα παραμένει ‘νοσοκομειοκεντρικό’ με χαμηλές δαπάνες σε προληπτική ιατρική, εξωνοσοκομειακή περίθαλψη και μακροχρόνια φροντίδα”.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής, Θεόδωρος Σκυλακάκης ανέφερε: “Η προσαρμογή που έγινε δημιούργησε ένα καινούργιο έλλειμμα, ένα επενδυτικό έλλειμμα. Συρρικνώσαμε την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας. Και συρρικνώθηκε και σε επίπεδο κεφαλαίου και εργασίας. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Δεν είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα, είναι το επενδυτικό. Η προσαρμογή, όπως σχεδιάστηκε χτύπησε πιο βίαια το παραγωγικό ιστό της οικονομιας”. Και συμπλήρωσε σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της φοροδιαφυγής: “Δυστυχώς παρά τις εξαγγελίες της προηγούμενης  Κυβέρνησης, η φοροδιαφυγή δεν καταπολεμήθηκε τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, σήμερα αυτοί που δηλώνουν είναι όλο και λιγότεροι σε σχέση με αυτούς που εισπράττουν εισοδήματα”.

Από την πλευρά του, ο πρώην αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης διαφώνησε, υπογραμμίζοντας: “Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας είναι ακόμα εδώ. Και στην επόμενη ύφεση, που όλοι ξέρουμε ότι κάποια στιγμή θα έρθει, μία χώρα με τόσο υψηλό δημόσιο χρέος θα βρεθεί πάλι στις ίδιες περιπέτειες με το 2009”. Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου εξάλλου, ο ίδιος πρότεινε την δημιουργία ενός Ταμείου Σταθεροποίησης, προειδοποιώντας πάντως πως ο προϋπολογισμός του 2020, που κατατέθηκε από την Κυβέρνηση, είναι μάλλον υπερβολικά αισιόδοξος, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους.

Την άποψη ότι το πρόβλημα δεν ήταν μόνο δημοσιονομικό, αλλά και θεσμικό εξέφρασε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, επιρρίπτοντας παράλληλα ευθύνες στην Κυβέρνηση 2004-2009 για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας. Εξήγησε επίσης πως μεταξύ των “κακώς κειμένων” που ως υπουργός κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν τόσο η κακή ποιότητα των στοιχείων και η απουσία μηχανισμού προειδοποίησης, όσο και το έλλειμμα  πληροφόρησης και αξιολόγησης. Προβληματισμός του ιδίου υπήρξε, πάντως, το εάν τα διαρθρωτικά μέτρα που ελήφθησαν θα “προχωρήσουν” όντως ή αν θα ακυρωθούν στην πράξη από τους ίδιους, τους πολιτικά αρμόδιους, για την εφαρμογή τους.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της μελέτης, εδώ.