Κοινώς αποδεκτοί κανόνες και ορισμοί προσαρμογής των εθνικών λογαριασμών που εφαρμόζονται στο σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ, εξασφαλίζοντας τη συγκρισιμότητα και διαφάνεια των στοιχείων. Το σύστημα αυτό αποτελεί τη βάση αναφοράς και ελέγχου των δημοσιονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών.
Προϋπολογισμός, στον οποίο το ύψος των δημοσίων εσόδων ισούται με αυτό των δημοσίων δαπανών.
Περιλαμβάνει την κεντρική κυβέρνηση (υπουργεία και περιφέρειες), την τοπική αυτοδιοίκηση, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, τα νοσοκομεία και όλα τα νομικά πρόσωπα δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου που βαρύνουν το δημόσιο.
Περιλαμβάνει τα υπουργεία και τις περιφέρειες.
Το ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού (έλλειμμα ή πλεόνασμα) εκφρασμένο ως προς το δυνητικό προϊόν.
Η άσκηση σταθεροποιητικής μακροοικονομικής πολιτικής, μέσω της προσφοράς χρήματος και των επιτοκίων.
Η κεντρική τράπεζα διοχετεύει (νέο) χρήμα στην οικονομία, αγοράζοντας χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία από τις τράπεζες και λοιπούς ιδιωτικούς φορείς. Η πρακτική αυτή συνηθίζεται όταν τα επιτόκια είναι ήδη πολύ χαμηλά και δεν είναι δυνατή η περαιτέρω μείωσή τους μέσω της άσκησης συμβατικής νομισματικής πολιτικής.
Κατηγορία δαπανών του προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης που αφορούν σε χρηματοδότηση έργων υποδομής (οι λοιπές δαπάνες ονομάζονται δαπάνες τακτικού προϋπολογισμού και μεταξύ άλλων προορίζονται για πληρωμή μισθών συντάξεων, κοινωνική ασφάλιση και περίθαλψη, καθώς και πληρωμές τόκων).
Η καταγραφή των δημοσίων εσόδων και δαπανών της κεντρικής κυβέρνησης.
Η σχέση δημοσίων εσόδων και δαπανών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Πρωτογενές έλλειμμα (πλεόνασμα) εμφανίζει ένας προϋπολογισμός όταν τα δημόσια έσοδα υπολείπονται (υπερβαίνουν) των δημοσίων δαπανών, χωρίς σε αυτές να περιλαμβάνονται οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους.