Ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς τα στοιχεία του ενεργητικού του, δηλαδή των επενδύσεων και των δανείων που έχει χορηγήσει, σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο. Οι εποπτικές αρχές θέτουν ένα ελάχιστο όριο κεφαλαίων που πρέπει να διακρατούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ώστε να διασφαλίζονται οι καταθέτες και η σταθερότητα του χρηματοσπιστωτικού συστήματος.
Ομόλογα τα οποία υπό προϋποθέσεις, μετατρέπονται σε μετοχές της εταιρείας που τα έχει εκδώσει. Τα CoCos διαφέρουν από πιο παραδοσιακές μορφές μετατρέψιμων ομολόγων, καθώς σε αυτά υπάρχει συνήθως μια προκαθορισμένη τιμή μιας μεταβλητής (για παράδειγμα τιμή μετοχής της εταιρείας, ή το επίπεδο των εποπτικών κεφαλαίων της τράπεζας – αν πρόκειται για τράπεζα), η οποία λειτουργεί σαν καταλύτης για την ενεργοποίηση της μετατροπής του ομολόγου. Η μετατοπή αυτή βοηθάει την τράπεζα σε μια περίδο κρίσης καθώς μετατρέπει το χρέος της σε ίδια κεφάλαια και στην ουσία επιβάλλει ζημίες στους κατόχους των ομολόγων αυτών. Σε κάποιες παραλλαγές υπάρχει η δυνατότητα οι προϋποθέσεις μετατροπής των ομολόγων αυτών, να ρυθμίζονται από τις εποπτικές αρχές (bail-in) σύμφωνα με την εκτίμηση τους για την κατάσταση του συγκριμένου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή/και της χρηματοπιστωτικής αγοράς γενικότερα.
Τίτλοι που αντιστοιχούν σε μερίδιο του κεφαλαίου μιας εταιρείας. Οι κάτοχοί τους (μέτοχοι) λαμβάνουν μέρος των κερδών της εταιρείας (μέρισμα), ενώ μεταξύ τους, δηλαδή των μετόχων και της εταιρείας, υφίσταται σχέση ιδιοκτησίας και όχι χρέους.
Νομική οντότητα στην οποία μεταβιβάζει μια εταιρεία στοιχεία του ενεργητικού της, όπως ομόλογα, δάνεια ή ακίνητα, προκειμένου να τα τιτλοποιήσουν (ή τους τα μεταβιβάζουν ήδη τιτλοποιημένα) και να τα διαθέσουν, συχνά μέσω επενδυτικών εταιρειών, στο επενδυτικό κοινό.
Δείχνει τον βαθμό δανεισμού ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή μιας επιχείρησης, σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια του. Ο δανεισμός αυτός γίνεται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν νέες επενδυτικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε εποχές ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών, η πρακτική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των κερδών. Ωστόσο, αυξάνει ταυτόχρονα τον κίνδυνο χρεοκοπίας, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις που έχουν υψηλή μόχλευση, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα αποπληρωμής των δανείων τους, σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στο οικονομικό περιβάλλον.
Εταιρίες οι οποίες αναλαμβάνουν να αξιολογήσουν την πιστοληπτική ικανότητα οργανισμών, εταιρειών ή και χωρών που επιθυμούν να δανειοδοτηθούν (είτε μέσω της έκδοσης χρεογράφων ή ακόμα και με άμεσο δανεισμό).
Τίτλος που εκδίδει το δημόσιο, αλλά και επιχειρήσεις, προκειμένου να αντλήσει δανειακά κεφάλαια. Ο κάτοχος του ομολόγου δανείζει κεφάλαια στον εκδότη του ομολόγου για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (διάρκεια), εισπράττοντας έναν ετήσιο τόκο (κουπόνι), ενώ την ημερομηνία λήξης του, ο εκδότης του επιστρέφει το κεφάλαιο στον κάτοχο του ομολόγου. Ο τελευταίος μπορεί να το πουλήσει πριν τη λήξη του ή να το παραχωρήσει σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα με τη μορφή εγγύησης, προκειμένου να λάβει κάποιο δάνειο.
Χρηματοοικονομικά προϊόντα η αξία των οποίων προέρχεται/ παράγεται από άλλα υποκείμενα προϊόντα. Συνήθως τα παράγωγα προϊόντα αφορούν συναλλαγές πάνω στην μελλοντική αξία των υποκείμενων προϊόντων. Οι πιο γνωστές κατηγορίες παράγωγων προϊόντων είναι Προθεσμιακά Συμβόλαια (Forwards), τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης (Futures), τα Δικαιώματα Προαίρεσης (Options), οι Συμβάσεις Ανταλλαγής (Swaps), και τα Συμβόλαια Αθέτησης Κινδύνου(CDSs).
Αντανακλά την ικανότητα, αξιοπιστία και φερεγγυότητα ενός ατόμου, επιχείρησης ή κράτους να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις του.
Αύξηση των χορηγούμενων δανείων (πίστη) προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία επηρεάζεται, κυρίως, από τη νομισματική πολιτική που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα. Για παράδειγμα, μείωση των επιτόκιων δανεισμού των εμπορικών τραπεζών ή αύξηση της προσφορά χρήματος οδηγεί σε πιστωτική επέκταση.
Πιστωτικό γεγονός από την αλλαγή των όρων μιας δανειακής υποχρέωσης ή ενός ομολόγου, εξαιτίας της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας του υπόχρεου ή εξαιτίας των δημοσιονομικών συνθηκών, όταν συμβαίνει ένα από τα παρακάτω γεγονότα μείωση του επιτοκίου ή του συνολικού ποσού αποπληρωμής του δανείου (“κούρεμα”), αναβολή των πληρωμών τόκων ή του κεφαλαίου (επέκταση της διάρκειας ωρίμανσης), αθέτηση των όρων της δανειακής υποχρέωσης και μετατροπή του νομίσματος που έχει συμφωνηθεί η αποπληρωμή του χρέους σε κάποιο άλλο μη αποδεκτό κοινά νόμισμα.
Ρήτρα σύμφωνα με την οποία μια πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους δεσμεύει το σύνολο των ομολογιούχων, εφόσον η πλειονότητά τους έχει συμφωνήσει με αυτήν.
Χρηματοπιστωτικό προϊόν με το οποίο ο πωλητής του συμφωνεί να αποζημιώσει τον αγοραστή σε περίπτωση χρεοκοπίας ή πιστωτικού γεγονότος.
Ο κίνδυνος διάχυσης των συνεπειών της αδυναμίας ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της οικονομίας γενικότερα.
Αποτελεί προϊόν τιτλοποίησης στεγαστικών δανείων μιας τράπεζας ή ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος γενικότερα. Μια τράπεζα δημιουργεί ένα «καλάθι» στεγαστικών δανείων, το οποίο μεταβιβάζει στους επενδυτές μέσω της έκδοσης ομολόγου. Οι πληρωμές του κουπονιού του ομολόγου προέρχονται από την είσπραξη των δόσεων των υποκείμενων στεγαστικών δανείων. Ανήκει στη γενικότερη κατηγορία των δομημένων προϊόντων με εγγύηση στοιχείων ενεργητικού (Structured Asset Backed Securities – ABS).